Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ξεγελιέμαι
ρήμα παθητικό

1 cullarsi
2 fallare
3 illudersi
4 ingannarsi
5 sbagliare (vi)
6 sbagliarsi (vrifl)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ξεγελαστής ξεγελώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---