Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ξεβοτανίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ξεβοτανίζω
ρήμα μεταβατικό

1 diserbare
2 eliminare
3 epurare
4 sbarbare (vt)
5 levare le erbacce

permalink
‹ ξεβολεύομαι
ξεβοτάνισμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ξεβιδώνω {ξεβίδω-σα...
ξεβίδωτος [επίθ.]
ξεβλάσταρο {χωρ. γεν....
ξεβλασταρώνω {ξεβλαστάρ...
ξεβολεύομαι [ρ.]
ξεβοτανίζω {ξεβοτάνισ...
ξεβοτάνισμα [ουσ ουδ.]
ξεβούλωμα [ουσ ουδ.]
ξεβουλώνω μππ. ξεβου...
ξεβράκωμα [ουσ ουδ.]
ξεβρακώνομαι [ρ.]
ξεβρακώνω {ξεβράκω-σ...
ξεβράκωτος [επίθ.]
ξεβρομίζω {ξεβρόμισα...
ξεβρόμισμα [ουσ ουδ.]
ξεγάντζωμα [ουσ ουδ.]
ξεγαντζώνομαι [ρ.]
ξεγαντζώνω (ξεγάντζ-ω...
ξέγδαρμα [ουσ ουδ.]
ξεγδέρνομαι αόρ. ξέγδα...


{{ID:XEBOTANIZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti