Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τελειοποίηση
ουσιαστικό θηλυκό

1 completamento
2 coronamento
3 dirozzamento
4 finitezza
5 perfezionabilità
6 perfezionamento
7 perfezione
8 ultimazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τελειομανία τελειοποιήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---