Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικότελειώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 finire, terminare 2 [εξαντλούμαι] sfinirsi permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατελείωσε = è esaurito (un prodotto) || τελείωσε = è finito || μόλις τελειώνω θα έρθω = verrò non appena avrò terminato Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |