Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόταξί
ουσιαστικό ουδέτερο taxi (m), tass|ì (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη πιάτσα των ταξί = posteggio [αρσ.] di taxi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |