Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


τάξη
ουσιαστικό θηλυκό

1 scuola classe (f)
2 [διάταξη] ordine (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  τανυσμός ταξί  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η πρώτη τάξη = di prima categoria


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---