Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συστρέφομαι
ρήμα

1 accavallarsi
2 aggrovigliarsi
3 avviticchiarsi
4 contorcersi
5 rannicchiarsi (vrifl)
6 storcersi (vrifl)
7 torcersi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συστολικός συστρέφω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---