Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σύρμα
ουσιαστικό ουδέτερο

filo di ferro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συριστικός συρματασφάλιση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αγκαθωτό σύρμα = filo [αρσ.] spinato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---