Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνωστίζομαι
ρήμα αμετάβατο

1 accalcarsi
2 accavallarsi
3 addensarsi
4 addossarsi
5 affollarsi
6 ammassarsi
7 ammucchiarsi
8 assieparsi
9 attruppare
10 attrupparsi
11 brulicare
12 congestionare
13 congestionarsi
14 empirsi
15 gremirsi
16 insaccarsi
17 pigiare (vi)
18 pigiarsi (vrifl)
19 stiparsi (vrifl)
20 stringersi (vrifl)
21 fare calca

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνώνυμος συνωστιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---