Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνωστισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 addensamento
2 affollamento
3 assiepamento
4 attruppamento
5 calca
6 concorso
7 fitta
8 mischia
9 pigia pigia
10 pigiamento
11 pigiata
12 pressa
13 ressa
14 ruffa
15 stretta
16 superaffollamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνωστισμένος συνωφρυώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---