Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνωμότης
ουσιαστικό αρσενικό

1 congiurato
2 cospiratore
3 macchinatore
4 orditore
5 tessitore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνωμοσία συνωμοτικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---