Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σύνορο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 [έδαφος] confine (m)
2 [χώρα] frontiera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνορίτης συνόστωση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σύνορα = confini [αρσ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---