Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνοφρυώνομαι
ρήμα αμετάβατο

1 accigliarsi
2 aggrondare
3 aggrottare
4 corrucciarsi
5 corrugarsi
6 imbronciare
7 imbronciarsi
8 ingrognare
9 farsi brutto
10 inarcare le ciglia
11 corrugare la fronte
12 aggrottare le ciglia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνοφρυωμένος συνοφρύωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---