Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συννέφιασμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 annuvolamento
2 obnubilazione
3 rabbruscamento
4 rannuvolamento

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συννεφιάζω συννεφιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---