Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσύνοδος
ουσιαστικό θηλυκό 1 riunione (f) 2 religione sinodo, concilio συνοδός ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό accompagnatore (m) permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |