Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυνεταιρίζομαι
ρήμα αμετάβατο 1 accomunare 2 affiliarsi 3 aggregarsi 4 associarsi 5 cointeressare 6 collaborare 7 consociare 8 consociarsi 9 consorziare 10 consorziarsi 11 unirsi in società permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |