Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
συνεταίρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
1
s
o
cio
2
associato
3
collega
4
consociato
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< συνεταιριστικός
συνετός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
συνεταιρικός
[επίθ.]
συνεταιριμός
[ουσ αρσ ]
συνεταιρισμένος
[επίθ.]
συνεταιρισμός
[ουσ αρσ ]
συνεταιριστικός
[επίθ.]
συνεταίρος
{συνεταίρ-...
συνετός
[επίθ.]
συνεύρεση
{-ης κ. -έ...
συνεφαπτομένη
η γεν. πλη...
συνεφέρνω
{συνέφερα}...
συνέχεια
{συνεχειών...
συνέχεια
[επίρ.]
συνεχής
{συνεχούς ...
συνεχίζεται
[ρ. απρ.]
συνεχίζω
{συνέχισ-α...
συνέχισε!
[επιφ.]
συνέχιση
{-ης κ. -ί...
συνεχιστής
[ουσ αρσ ]
συνεχόμενος
[επίθ.]
συνεχώς
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis