Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συνεργώ
ρήμα αμετάβατο

1 aiutare
2 collaborare
3 consociare
4 soccorrere (vt)
5 sovvenire (vt vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συνεργός συνερίζομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---