Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμπράξη
ουσιαστικό θηλυκό

collaborazione (f)

σύμπραξη
ουσιαστικό θηλυκό

collaborazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμπράκαλα συμπράττω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---