Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συμμορφώνομαι
ρήμα παθητικό

1 adeguarsi
2 assecondare
3 attenersi
4 conformarsi
5 indulgere
6 osservare (vt)
7 ottemperare (vi)
8 rispettare (vt)
9 seguire (vt vi)
10 soddisfare (vt vi)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συμμορίτης συμμορφώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---