Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συγκρατούμαι
ρήμα παθητικό

1 astenersi
2 contenersi
3 desistere
4 guardarsi
5 limitarsi
6 moderarsi (vrifl)
7 raffrenarsi (vrifl)
8 rattenersi (vrifl)
9 reprimersi (vrifl)
10 ristare (vi)
11 ritenersi (vrifl)
12 temperarsi
13 tenersi
14 trattenersi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συγκρατιέμαι συγκρατούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---