Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυγκράτηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 freno 2 inibizione 3 limitazione 4 presa 5 raffrenamento 6 ritegno 7 ritenimento 8 ritenutezza 9 ritenzione 10 tenimento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |