Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυγχώνευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 amalgamazione 2 associato 3 associazione 4 concentrazione 5 conglomerazione 6 incorporazione 7 unificazione 8 unione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |