Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›συζευγνύω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

συζευγνύω
ρήμα μεταβατικό

1 abbinare
2 appaiare
3 collegare
4 coniugare
5 maritare (vt)
6 sposare (vt)
7 unire

permalink
‹ σύδεντρο
σύζευξη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

συγχωρήσιμος [επίθ.]
συγχωρητέος [επίθ.]
συγχωρώ {συγχωρείς...
συδαυλίζω [ρ. μτβ.]
σύδεντρο [ουσ ουδ.]
συζευγνύω {συνέζευ-ξ...
σύζευξη {-ης κ. -ε...
συζητημένος [επίθ.]
συζήτηση {-ης κ. -ή...
συζητήσιμος [επίθ.]
συζητητής {συζητητρι...
συζητητικός [επίθ.]
συζητούμενος [επίθ.]
συζητώ {συζητάς κ...
συζητών [ουσ αρσ ]
συζυγής {συζυγ-ούς...
συζυγία {συζυγιών}
συζυγικά [επίρ.]
συζυγικός [επίθ.]
συζυγοκτονία [θηλ.ουσ]


{{ID:SYZEYGNYW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti