Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συγχρονισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 rimodernamento
2 rimodernatura
3 sincronia
4 sincronismo
5 sincronizzazione
6 temporizzazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συγχρονισμένος συγχρονιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---