Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρώμα
ουσιαστικό ουδέτερο

1 strato
2 [κρεβατιού] materasso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στρυχνισμός στρωματογραφία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το φουσκωτό στρώμα = materassino [αρσ.] gonfiabile


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---