Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόστρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 ricoprire 2 [καιρός] rasserenarsi permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαauto στρώνω το αυτοκίνητο = αυτοκίνητο essere in rodaggio || στρώνω το κρεβάτι = rifare il letto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |