Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


στρώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 ricoprire
2 [καιρός] rasserenarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  στρώνομαι στρώση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


auto στρώνω το αυτοκίνητο = αυτοκίνητο essere in rodaggio || στρώνω το κρεβάτι = rifare il letto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---