Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σταματώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 fermare
2 [ανακόπω] bloccare
3 [παύω] smetterla
4 [intransitivo] fermarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σταμάτημα στάμνα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στάσου! = ferma!


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---