Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσταμάτημα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 alto 2 arresto 3 cessazione 4 fermata 5 inoperosità 6 interruzione 7 ostruzione 8 pausa 9 ritenuta 10 ritenzione 11 sospensione 12 sospensiva 13 sosta 14 spegnimento 15 tappa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |