Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›σκυθρωπός

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

σκυθρωπός
επίθετο

1 accigliato
2 arcigno
3 bieco
4 burbero
5 cupo
6 imbronciato
7 ingrognato
8 ingrugnato
9 ingrugnito
10 offuscato
11 torvo

permalink
‹ σκυθρωπιάζω
σκυθρωπότητα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

σκυθρωπά [επίρ.]
σκυθρωπάζω {σκυθρώπια...
σκυθρωπεύω [ρ.]
σκυθρωπιά [θηλ.ουσ]
σκυθρωπιάζω μππ. σκυθρ...
σκυθρωπός [επίθ.]
σκυθρωπότητα [θηλ.ουσ]
σκύλα [θηλ.ουσ]
σκυλάκι [ουσ ουδ.]
σκύλευση [θηλ.ουσ]
σκυλεύω {σκύλ-εψα,...
σκυλί [ουσ ουδ.]
σκυλιάζω {σκύλιασ-α...
σκυλίσιος [επίθ.]
σκυλοβαριέμαι (σκυλοβαρέ...
σκυλόβρισμα [ουσ ουδ.]
σκυλοκαβγάς [ουσ αρσ ]
σκυλολόι {σκυλολογ-...
σκυλομούρης [επίθ.]
σκύλος [ουσ αρσ ]


{{ID:SKYQRWPOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti