Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σκυλί
ουσιαστικό ουδέτερο

cane (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σκυλεύω σκυλιάζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αστυνομικό σκυλί = cane [αρσ.] poliziotto


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---