Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
σκιτσαρισμένος
επίθετο
tratteggiato
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< σκιτσάρισμα
σκιτσάρω >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
σκισμένος
[επίθ.]
σκισμή
[θηλ.ουσ]
σκιστός
[επίθ.]
σκιτζής
{σκιτζήδες...
σκιτσάρισμα
[ουσ ουδ.]
σκιτσαρισμένος
[επίθ.]
σκιτσάρω
{σκίτσαρ-α...
σκίτσο
[ουσ ουδ.]
σκιφ
[ουσ ουδ.]
σκιώδης
{σκιώδ-ους...
σκλαβιά
[θηλ.ουσ]
σκλάβος
[επίθ.]
σκλάβος
{δύσχρ. σκ...
σκλάβωμα
[ουσ ουδ.]
σκλαβωμένος
[επίθ.]
σκλαβώνομαι
[ρ.]
σκλαβώνω
{σκλάβω-σα...
σκλήθρα
{σκληθρων}
σκλήθρες
[θηλ. ουσ πληθ.]
σκληρά
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis