Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σιδηρούργος
ουσιαστικό αρσενικό

fabbro

σιδηρουργός
ουσιαστικό αρσενικό

1 fabbro
2 ferracavallo
3 ferraio
4 forgiatore
5 siderurgista
6 fabbro ferraio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σιδηρουργικός σιδηρούχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---