Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσίδηρος
ουσιαστικό αρσενικό ferro permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαο σφυρήλατος σίδηρος = ferro [αρσ.] battuto Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |