Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόρεύμα
ουσιαστικό ουδέτερο corrente (f) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοδηγώ αντίθετα στο ρεύμα = guidare contromano || με τινάζει το ρεύμα = prendere la scossa || η πρίζα ρεύματος = presa [θηλ.] di corrente Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |