Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόρευστός
επίθετο 1 liquido 2 [senso figurato] fluido, ince|rto, instabile permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο ρευστό χρήμα = denaro [αρσ.] liquido Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |