Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ρευστός
επίθετο

1 liquido
2 [senso figurato] fluido, ince|rto, instabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ρευστοποιώ ρευστότητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ρευστό χρήμα = denaro [αρσ.] liquido


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---