Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθέτω
ρήμα μεταβατικό 1 ((letterario)) porre, me`ttere, colloca`re 2 (fig) porre, me`ttere τον έθεσαν σε διαθεσιμότητα == l'hanno sospeso dall'incarico | έθεσα τους όρoυς μoυ == ho posto le mie condizioni | θέτω ως αρχή == porre come principio | θέτω σε κυκλoφoρία == mettere in circolazione | θέτω σε εφαρμoγή == applicare, mettere in pratica | θέτω κάτι υπόψη κάποιoυ == sottoporre qualcosa all'attenzione di qualcuno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαθέτω υπό συζήτησην = mettere in discussione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |