Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θερμοκήπιο  
ουσιαστικό ουδέτερο

serra ~f~, viva`io ~m~ φαινόμενο θερμοκηπίου == effetto serra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θερμοκέφαλος θερμοκινητική  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το φαινόμενο θερμοκηπίου = effetto [αρσ.] serra


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---