Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθαλπερός
επίθετο 1 tie`pido, che risca`lda θαλπερός ήλιος == sole tiepido 2 (fig) caloro`so, affettuo`so, rassicura`nte η θαλπερή αγκαλιά της μάνας == il grembo rassicurante della madre, il tepore del grembo materno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |