Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πυρίτιδα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πυρίτιδα
ουσιαστικό θηλυκό

1 polvere
2 polvere da sparo
3 polvere fulminante
4 polvere pirica

πυριτίδα
ουσιαστικό θηλυκό

polvere (f) da sparo

permalink
‹ πυριτίαση
πυριτιδαποθήκη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πυρίμαχος [επίθ.]
πύρινος [επίθ.]
πυρίπνους [επίθ.]
πυρίτης {πυριτών}
πυριτίαση [θηλ.ουσ]
πυρίτιδα {χωρ. πληθ...
πυριτίδα [θηλ.ουσ]
πυριτιδαποθήκη {πυριτιδαπ...
πυριτιδόκονις [θηλ.ουσ]
πυριτιδοποιείο [ουσ ουδ.]
πυριτιδοποιία {χωρ. πληθ...
πυριτικός [επίθ.]
πυριφλεγής {πυριφλεγ-...
πυρκαγιά [θηλ.ουσ]
πυρκαϊά [θηλ.ουσ]
πυροβολαρχία {πυροβολαρ...
πυροβολητής [ουσ αρσ ]
πυροβολικό [ουσ ουδ.]
πυροβολισμός [ουσ αρσ ]
πυροβόλο [ουσ ουδ.]


{{ID:PYRITIDA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti