Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πυρίτιδα
ουσιαστικό θηλυκό

1 polvere
2 polvere da sparo
3 polvere fulminante
4 polvere pirica

πυριτίδα
ουσιαστικό θηλυκό

polvere (f) da sparo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πυριτίαση πυριτιδαποθήκη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---