Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πυροβολισμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 brillamento
2 colpo
3 lancio
4 rivoltellata
5 scarica
6 scoppio
7 sparata
8 sparatoria
9 sparo
10 tiro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πυροβολικό πυροβόλο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---