Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›πτοώ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

πτοώ
ρήμα μεταβατικό

1 disanimare
2 impaurire
3 impressionare
4 intimidire
5 intimorire
6 opprimere (vt)
7 sconfortare (vt)
8 sfibrare (vt)
9 sgomentare (vt)
10 spaventare (vt)

permalink
‹ πτοούμαι
πτυελίνη ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

πτοημένος [επίθ.]
πτόησις [θηλ.ουσ]
πτολεμαϊκός [επίθ.]
Πτολεμαίος [ουσ αρσ ]
πτοούμαι [ρ. παθ.]
πτοώ {πτοείς......
πτυελίνη [θηλ.ουσ]
πτυελισμός [ουσ αρσ ]
πτύελο {πτυέλ-ου ...
πτυελοδοχείο [ουσ ουδ.]
πτύξη {-ης κ. -ε...
πτύον [ουσ ουδ.]
πτυσμός [ουσ αρσ ]
πτύσσομαι [ρ.]
πτυσσόμενος [επίθ.]
πτύσσω {πτυσσόμεν...
πτυχή [θηλ.ουσ]
πτυχίο [ουσ ουδ.]
πτυχιούχος [ουσ αρσ και θηλ.]
πτυχωμένος [επίθ.]


{{ID:PTOW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti