Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπτοούμαι
ρήμα παθητικό 1 atterrirsi 2 disanimarsi 3 intimorirsi 4 spaurirsi (vrifl) 5 spaventarsi (vrifl) 6 temere permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |