Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πτοούμαι
ρήμα παθητικό

1 atterrirsi
2 disanimarsi
3 intimorirsi
4 spaurirsi (vrifl)
5 spaventarsi (vrifl)
6 temere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Πτολεμαίος πτοώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---