Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πρώτος
επίθετο

primo

πρώτος
ουσιαστικό αρσενικό

1 originale
2 originario
3 primario
4 primiero
5 primo
6 principe
7 sommo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πρωτορομαντικός πρωτοστατώ  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


με την πρώτη ματιά = a prima vista || η πρώτη τάξη = di prima categoria || πρώτης διαλογής = di prima scelta || η πρώτη φάση = girone [αρσ.] d'andata || ο σταθμός πρώτων βοηθειών = guardia [θηλ.] medica || οι πρώτες ύλες [f.] = materie [θηλ. πλυθ.] prime || (posto) η πρώτη θέση = (θέση) prima classe [θηλ.] || η πρώτη θέση = prima classe [θηλ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---