Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


πρωτοπορώ
ρήμα αμετάβατο

1 innovare
2 fare da battistrada
3 essere all'avanguardia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  πρωτοπόρος πρωτοπρεσβύτερος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---