Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προσπαθώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 sforzarsi
2 [αποπειρώμαι] tentare, cercare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσπάθησε προσπέλαση  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


προσπαθώ να διαφύγω = tentare la fuga


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---