Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπροσπάθεια
ουσιαστικό θηλυκό 1 sforzo 2 [απόπειρα] tentativo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπαραιτούμαι από την προσπάθεια = rinunciarci Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |