Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόπρόσφυγας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό profugo permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο στρατόπεδο προσφύγων = campo [αρσ.] profughi Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |