Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προσφορά
ουσιαστικό θηλυκό

1 offerta
2 [δωρεά] omaggio
3 [συνεισφορά] contributo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προσφιλής πρόσφορος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


σε προσφορά = in offerta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---