Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


προορατικότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 chiaroveggenza
2 lungimiranza
3 penetrazione
4 perspicacia
5 previdenza
6 visione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  προορατικός προορίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---